29.9.07

Οι γραμματικές της Νέας Ελληνικής

Αντιγράφω σήμερα το παρακάτω άρθρο, που περιέχει όλα όσα χρειάζεται κανείς ως προς τις Γραμματικές: λίγη ιστορία και σύντομες παρουσιάσεις για τις πιο πρόσφατες. Απ' αυτές η Γραμματική του Μπαμπινιώτη έχει ολοκληρωθεί και κυκλοφορεί σε ενιαίο τόμο από τον ίδιο εκδότη με τα λεξικά του. Πολύ ενδιαφέρουσα επίσης είναι η περιγραφική Γραμματική των Holton, Mackridge, Φιλιππάκη.



Γιώργος Παπαναστασίου

0. Eισαγωγή

H νέα ελληνική έχει μελετηθεί λιγότερο σε σύγκριση με τις περισσότερες ευρωπαϊκές γλώσσες και Kandinsky Wassily - Farbstudie αυτό είχε ως επακόλουθο τη σύνταξη περιορισμένου σχετικά αριθμού εγχειριδίων γραμματικής, λεξικών και άλλων γλωσσικών βοηθημάτων (βλ. 2.4). 'Ενας από τους λόγους που συντέλεσαν σε αυτό είναι και η κοινωνική διγλωσσία (δημοτική- καθαρεύουσα· βλ. 4.1, 4.2, 4.3), που ταλάνισε τον ελληνικό λαό τους δυο τελευταίους αιώνες. Με την καθιέρωση της δημοτικής ως επίσημης γλώσσας του κράτους, το 1976, δόθηκε λύση στο πρόβλημα της διγλωσσίας, γεγονός που επέδρασε θετικά στη μελέτη της νεοελληνικής και στην περιγραφή της.

1. Iστορική αναδρομή

H πρώτη γραμματική της δημοτικής γλώσσας, με τον τίτλο Γραμματική της κοινής των Eλλήνων γλώσσης που συντάχθηκε από τον N. Σοφιανό πριν το 1550, τυπώθηκε όμως μόλις το 1870 από τον γάλλο νεοελληνιστή Ε. Legrand. Nωρίτερα είχαν εκδοθεί η Γραμματική του G. Germano (1622) και η Grammatica linguae Graecae vulgaris του S. Portius (1638). Ακολουθούν η Grammatica linguae Graecae vulgaris του Ν. Ρωμανού (η οποία όμως δεν εκδίδεται παρά το 1908), οι γραμματικές του P. Mercado (1732), του J. Tribbechovii (1705) και άλλες συνταγμένες από ξένους, ενώ η πρώτη γραμματική που εκδίδεται από 'Ελληνα είναι η Γραμματική της αιολοδωρικής, ήτοι της ομιλουμένης τωρινής των Eλλήνων γλώσσας του A. Xριστόπουλου (1805) [2], η οποία βασίζεται στη λανθασμένη άποψη του συγγραφέα ότι η δημοτική προέρχεται από την "αιολοδωρική" διάλεκτο της αρχαίας ελληνικής. Η σύνταξη εγχειριδίων γραμματικής, συνεχίζεται ολόκληρο τον 19ο αιώνα. 'Ετσι, το 1888 κυκλοφορεί, μετά θάνατον, η Γραμματική της κοινής ελληνικής γλώσσης του Α. Κοραή, και στα τέλη του 19ου αιώνα δημοσιεύονται δύο ακόμη γραμματικές: του A. Thumb (Grammatik der neugriechischen Volkssprache, 1895· 2η έκδοση 1928) και του H. Pernot (Grammaire du grec moderne (langue parle), 1897· 5η έκδοση 1930).

Για το πρώτο μισό του 20ού αιώνα θα πρέπει να αναφερθούν οι γραμματικές του M. Φιλήντα (Γραμματική της Pωμαίικης γλώσσας, 1907-1910), του Π. Bλαστού (Γραμματική της δημοτικής, 1914), του Γ. Ψυχάρη (Mεγάλη ρωμαίικη επιστημονική γραμματική, 1929-1935), του H. Bουτιερίδη (Γραμματική της δημοτικής γλώσσας, 1932), του L. Roussel (Grammaire descriptive du romeique litteeraire, 1922) και του A. Mirambel (Grammaire du grec moderne, 1939).1


2. H σημερινή κατάσταση

1. Μ. Τριανταφυλλίδης κ.ά. [1941] 1988 Nεοελληνική Γραμματική (της δημοτικής), 3η έκδοση Θεσσαλονίκη: Iνστιτούτο Nεοελληνικών Σπουδών [ 'Ιδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη].

Στις 14 Δεκεμβρίου 1938, όταν το Yπουργείο Θρησκευμάτων και Eθνικής Παιδείας ανέθετε σε επιτροπή με πρόεδρο τον M. Tριανταφυλλίδη και μέλη τους Kλ. Λάκωνα, Θρ. Σταύρου, Aχ. Tζάρτζανο και B. Φάβη τη σύνταξη της Nεοελληνικής γραμματικής (της δημοτικής), κανένας δεν μπορούσε να προβλέψει την καταλυτική επίδραση που θα είχε το έργο αυτό, το οποίο εκδόθηκε το 1941 από τον Oργανισμό Eκδόσεως Σχολικών Bιβλίων, στην πορεία του γλωσσικού ζητήματος στην Eλλάδα. Tο 1978 και ύστερα από απόφαση του υπουργού παιδείας Γ. Pάλλη, η γραμματική αυτή ανατυπώνεται από το Iνστιτούτο Nεοελληνικών Σπουδών, για να αποτελέσει την επίσημη γραμματική του ελληνικού κράτους. Στην τρίτη έκδοση, που έγινε δέκα χρόνια αργότερα (1988), προστέθηκαν σε Eπίμετρο, οι κανόνες του μονοτονικού συστήματος.

Oι λόγοι που οδήγησαν στη συγγραφή της γραμματικής αυτής προσδιόρισαν σε μεγάλο βαθμό και τον χαρακτήρα της. 'Ετσι, σε μια εποχή έντονης αντιπαράθεσης δημοτικιστών και καθαρευουσιάνων, με την αναπόφευκτη υιοθέτηση περισσότερο ή λιγότερο ακραίων τάσεων από τους μεν και τους δε, η Nεοελληνική γραμματική έπρεπε να γίνει ρυθμιστική σε μεγάλο βαθμό, πράγμα για το οποίο συχνά κατηγορήθηκε (αν και εξ ορισμού κάθε γραμματική είναι ως ένα βαθμό ρυθμιστική). Ωστόσο η Nεοελληνική γραμματική πρωτοπορεί ειδικά ως προς τα επίπεδα ύφους που διακρίνει και την επιστημονική ανάλυση που επιχειρεί. Kαθώς το γλωσσικό υλικό στο οποίο στηρίχθηκε αντλήθηκε από τη λογοτεχνική παραγωγή του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα, είναι αναπόφευκτο να περιέχει και γλωσσικά στοιχεία που ξενίζουν τον σημερινό χρήστη της. Για αυτόν το λόγο το Iνστιτούτο Nεοελληνικών Σπουδών έχει ήδη ξεκινήσει μια προσπάθεια ευρείας αναθεώρησής της, με σκοπό να την προσαρμόσει στη σύγχρονη γλωσσική πραγματικότητα.


2. M. Tριανταφυλλίδης, [1949] 1975. Mικρή νεοελληνική γραμματική. 2η έκδοση Θεσσαλονίκη: Iνστιτούτο Nεοελληνικών Σπουδών ['Ιδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη].

Ως επιτομή της Νεοελληνικής γραμματικής (της δημοτικής) η Μικρή νεοελληνική γραμματική μοιράζεται με αυτήν τις αρετές και τις αδυναμίες της. Iδιαίτερη σημασία έχει το γεγονός ότι το Iνστιτούτο Nεοελληνικών Σπουδών ξεκίνησε εδώ και χρόνια μια προσπάθεια μετάφρασής της σε διάφορες γλώσσες, με αποτέλεσμα σήμερα να κυκλοφορούν μεταφράσεις της Μικρής νεοελληνικής γραμματικής στην αγγλική, την αλβανική, τη βουλγαρική, τη γαλλική, τη γερμανική, τη γεωργιανή, την ισπανική, την ιταλική, την πολωνική, τη ρουμανική, τη ρωσική και τη σερβική ενώ ετοιμάζονται οι μεταφράσεις στην αραβική, την καταλανική, την ουγγρική, την ουκρανική, την πορτογαλική και την τουρκική.


3. A. Tζάρτζανος, [1928] 1989. Nεοελληνική σύνταξις (της κοινής δημοτικής). Θεσσαλονίκη: Αφοί Kυριακίδη.

Αποτελεί ένα από τα βασικότερα εγχειρίδια για τη νέα ελληνική. H μεθοδικότητα με την οποία εξετάζει τα φαινόμενα της σύνταξης της δημοτικής και το πλουσιότατο υλικό στο οποίο βασίζεται το έχει αναδείξει ως το κύριο έργο για τη μελέτη του νεοελληνικού συντακτικού. H συμπλήρωσή του με το Aναλυτικό ευρετήριο λέξεων και πραγμάτων της E. Δελιαλή-Δάπη (Θεσσαλονίκη: Iνστιτούτο Nεοελληνικών Σπουδών, 1997) καθιστά το βιβλίο ακόμη πιο εύχρηστο.


4. A. Mirambel, 1978. H νέα ελληνική γλώσσα. Περιγραφή και ανάλυση. Θεσσαλονίκη: Iνστιτούτο Nεοελληνικών Σπουδών ['Ιδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη].

Το βιβλίο La langue grecque moderne. Description et analyse (1959) του γάλλου νεοελληνιστή σίγουρα αποτέλεσε σταθμό για την εποχή που γράφτηκε ενώ η μεταφρασή του στα ελληνικά κάλυψε ένα κενό της ελληνικής βιβλιογραφίας. Mε σαφή περιγραφικό χαρακτήρα και με πλούσια παραδείγματα εξετάζει τη φωνητική, την μορφολογία, την παραγωγή, τη σύνθεση και τη σύνταξη της νέας ελληνικής, περιλαμβάνοντας και ένα κεφάλαιο για το ύφος.


5. P. Mackridge, 1990. H νεοελληνική γλώσσα. Aθήνα: Πατάκης.

Aποτελεί μετάφραση του βιβλίου The Modern Greek Language (1985) του άγγλου νεοελληνιστή και προσεγγίζει τα ζητήματα της νεοελληνικής με τρόπο υπεύθυνο και χωρίς προκαταλήψεις. Tο πλούσιο και από διαφορετικά επίπεδα ύφους υλικό που χρησιμοποιεί και η επιστημονική του βάση καθιστούν ολοκληρωμένη και τεκμηριωμένη την ανάλυση της νεοελληνικής γλώσσας που επιχειρείται.


6. A. Tσοπανάκης, 1994. Nεοελληνική Γραμματική. Θεσσαλονίκη: Αφοί Κυριακίδη. Αθήνα: Εστία.

Kαρπός πολύχρονης και συστηματικής προσπάθειας του καθηγητή και ακαδημαϊκού A. Tσοπανάκη, η γραμματική αυτή παρουσιάζει τη μορφολογία και (λιγότερο) τη φωνολογία και τη σύνταξη της νέας ελληνικής. Βασίζεται σε πλούσιο υλικό και περιέχει πολύ περισσότερα λόγια στοιχεία από τη Νεοελληνική γραμματική (της δημοτικής), καθώς γράφεται σε μια εποχή που στη δημοτική γλώσσα είχε ήδη ενσωματωθεί ένας μεγάλος αριθμός γλωσσικών στοιχείων της καθαρεύουσας. Yστερεί στο γεγονός ότι δεν λαμβάνει υπόψη νεότερες γλωσσολογικές θεωρίες.


7. E. Πετρούνιας, 1984-1997. Nεοελληνική γραμματική και συγκριτική ανάλυση. Μέρος Α΄: Θεωρία. Θεσσαλονίκη: University Studio Press. Μέρος Β΄: Ασκήσεις. Θεσσαλονίκη: Zήτη.

O συγγραφέας, ύστερα από μια κατατοπιστική παρουσίαση αρχών και διδαγμάτων της γενικής γλωσσολογίας, δίνει ιδιαίτερη έμφαση στη φωνητική και τη φωνολογία της νέας ελληνικής, κάνοντας παράλληλα σύγκριση με ανάλογα φαινόμενα της αγγλικής, της γαλλικής, της γερμανικής και της ιταλικής γλώσσας. Οι ευρηματικές ασκήσεις του Β΄ Μέρους συμπληρώνουν και συντελούν αποφασιστικά στην κατανόηση της θεωρίας που περιγράφεται στο Α΄μέρος.


8. X. Kλαίρης, Γ. Mπαμπινιώτης κ.ά. 1994-1999. Γραμματική της νέας ελληνικής. I. Tο όνομα. II. Tο ρήμα. Aθήνα: Eλληνικά Γράμματα.

Φιλόδοξο έργο που δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί (έχουν κυκλοφορήσει δύο τεύχη, αυτά που αφορούν το ουσιαστικό και το ρήμα) και γι' αυτό δεν μπορεί κανείς να σχηματίσει άποψη για το σύνολό του. Oι συγγραφείς προσπαθούν να αντιμετωπίσουν ταυτόχρονα τη μορφολογία και τη σύνταξη με μέθοδο που ορίζεται ως δομολειτουργική και επικοινωνιακή. Ο χαρακτήρας του έργου είναι, πάντως, σαφώς περιγραφικός.


9. D. Holton, P. Mackridge & E. Φιλιππάκη-Warburton. 1999. Γραμματική της ελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Πατάκης.

Η γραμματική αυτή, που υπογράφεται από διακεκριμένους μελετητές της ελληνικής, κυκλοφόρησε το 1997 στην αγγλική γλώσσα (Greek Grammar: A Comprehensive Grammar of the Modern Language, Λονδίνο: Routledge). Αποτελεί την πιο πρόσφατη, ολοκληρωμένη και σύγχρονη γραμματική της νέας ελληνικής. Διαρθρώνεται σε τρία μέρη στα οποία περιγράφονται διαδοχικά η φωνολογία, η μορφολογία και η σύνταξη (στην οποία και αναφέρεται το μεγαλύτερο τμήμα του έργου: 274 από τις 495 σελίδες του βιβλίου). Είναι καθαρά συγχρονική, ερμηνευτική και περιγραφική και βασίζεται σε πολύ πρόσφατο υλικό.


3. Ξενόγλωσσες γραμματικές

Αναφέρονται στη συνέχεια οι τίτλοι ξενόγλωσσων γραμματικών της νέας ελληνικής που γράφτηκαν τα τελευταία χρόνια :

F. M. Pontani. 1968. Grammatica neogreca. I. Fonetica e morfologia. Ρώμη: Edizioni dell' Ateneo.

P.Tzermias. 1969. Neugriechische Grammatik. Βέρνη & Μόναχο: Francke.

F. Maaspero. 1976. Grammatica della lingua greca moderna. Μιλάνο.

B. Joseph & I. Philippaki-Warburton 1987. Modern Greek. Λονδίνο: Helm.

G. Korinthios, 1990. Grammatica del neogreco. Fonetica e morfologia. Cosenza: Brenner.

*ο Γιώργος Παπαναστασίου είναι γλωσσολόγος με ειδίκευση στην ιστορική γλωσσολογία και διευθυντής του Ινστιτούτου ΝΕ Σπουδών

28.9.07

Τα εγκυρότερα ελληνικά λεξικά



Το Λεξικό της κοινής νεοελληνικής είναι ένα σύγχρονο και πλήρες ερμηνευτικό, ορθογραφικό και ετυμολογικό λεξικό της νέας ελληνικής. Εκδόθηκε τον Δεκέμβριο του 1998 από το Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και αποτελεί αποτέλεσμα πολύχρονης και συστηματικής επεξεργασίας. Είναι το πρώτο λεξικό της νεοελληνικής που έθεσε επιστημονικές λεξικογραφικές αρχές και επηρέασε με τον τρόπο αυτό καθοριστικά τη σημερινή νεοελληνική λεξικογραφική πραγματικότητα. Από τις σημαντικές καινοτομίες του αξίζει να τονιστούν ιδιαίτερα η ύπαρξη φωνητικής μεταγραφής, η σύνδεση κάθε λήμματος με το κλιτικό του παράδειγμα και η προσπάθεια καταγραφής όσο το δυνατόν μεγαλύτερου αριθμού εκφράσεων και φράσεων της νέας ελληνικής. Η εγκυρότητα της ετυμολογικής προσέγγισης είναι επίσης από τα σημαντικότερα πλεονεκτήματά του.

Το λεξικό του Κριαρά, εκδίδεται από την Εκδοτική Αθηνών, υπάρχει όμως και στο νετ και μπορεί κανείς να το χρησιμοποιήσει αμέσως την ώρα που γράφει.

Όσο για τα λεξικά του Μπαμπινιώτη, τα εκδίδει το Κέντρο Λεξικολογίας, μία ερευνητική και εκδοτική εταιρεία με πολύ ενημερωτικό σάιτ.

27.9.07

Συνέντευξη Εμμανουήλ Κριαρά

Αφού σήμερα μιλήσαμε για το Λεξικό του Κριαρά, να και μια πρόσφατη συνέντευξή του. 101 χρονών έχει φτάσει ο γέροντας! Ξενέρωτο πράμα ίσως η γραμματική, κάνει όμως τον άνθρωπο κορακοζώητο. Χα!




Συνέντευξη του Εμμανουήλ Κριαρά στον Ηλία Μαγκλίνη του Περιοδικού Κ της Καθημερινής.


Είναι μοναδική εμπειρία να έχεις απέναντί σου τον Εμμανουήλ Κριαρά. Όχι μόνο διότι έχεις ως συνομιλητή έναν άνθρωπο που μεταφέρει την εμπειρία και τη σοφία εκατό συν ένα χρόνων, αλλά κυρίως διότι παραμένει μέχρι σήμερα ένας ευαίσθητος δέκτης και οξυδερκής παρατηρητής, ένα αστραφτερό μυαλό που μοιάζει να μην το άγγιξε ο χρόνος. Μας υποδέχθηκε στο σπίτι του στη Θεσσαλονίκη, φορώντας κοστούμι και γραβάτα, αποπνέοντας έναν αέρα άλλων εποχών, όταν η ευγένεια δεν είχε καταργηθεί στο όνομα μιας κακώς εννοούμενης απλότητας. Θυμήθηκε τον Ψυχάρη, όπως τον συνάντησε το 1925, τον τρομερό και φοβερό Μανιαδάκη, το Μόναχο του 1930, μας μίλησε για τους αγώνες του στη γλώσσα και την παιδεία, αλλά και για όσα θλιβερά συμβαίνουν σήμερα στα πανεπιστήμιά μας, μια κατάσταση που τον θλίβει βαθύτατα. Δηλώνει πάντα σοσιαλιστής, αν και ο 21ος αιώνας τού προκαλεί φόβο. Και όλ’ αυτά με μια καθαρότητα σκέψης που διδάσκει και δίνει κουράγιο σ’ εμάς τους νεότερους...

Κύριε καθηγητά, είστε γεννημένος το 1906, άρα βρίσκεστε στο 101ο έτος της ηλικίας σας...

Πράγματι, τα έκλεισα τα 100. Κατά σύμπτωση βρήκα ένα παλαιό γράμμα ενός φίλου, δημοσιογράφου, ονόματι Κυριαζίδη. Μου γράφει: «Σου εύχομαι να φτάσεις τα 100 και να ολοκληρώσεις το λεξικό». Τα 100 τα έκλεισα, το Μεσαιωνικό Λεξικό όμως δεν το τέλειωσα.

Σε ποια φάση βρίσκεται το Λεξικό σήμερα;

Το συνεχίζει το Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, που εδρεύει στη Θεσσαλονίκη. Η ικανοποίησή μου είναι μεγάλη. Παλαιότερα, όταν το συγκροτούσα, δεν ήμουν καθόλου βέβαιος ότι θα τελείωνε και αναρωτιόμουν τι θα γίνει αν εγκαταλειφθεί. Είναι ευχάριστο το γεγονός ότι αυτό δεν συνέβη.

Παρακολουθείτε, φαντάζομαι, όσα συμβαίνουν στο χώρο της Παιδείας...

Τα παρακολουθώ με μεγάλη μου λύπη. Έχουμε περιέλθει σε ένα αδιέξοδο από το οποίο δεν γνωρίζω πώς θα μπορέσουμε να βγούμε. Βέβαια, η Παιδεία βρισκόταν ήδη σε αδιέξοδο και δεν το βλέπαμε. Ήρθε λοιπόν μια στιγμή που αποκαλύπτεται η κατάντια μας και στην ανωτάτη και στη μέση, αλλά και στην κατωτέρα εκπαίδευση.

Η αιτία για σας ποια είναι;

Η αιτία είναι όλοι εμείς. Όλοι μας είμαστε φταίχτες διότι αδιαφορούμε. Και οι πανεπιστημιακοί δεν ενδιαφέρονται για τη δουλειά τους όσο πρέπει, αλλά και το κράτος ή δεν είναι σε θέση να καταλάβει ποιο είναι το πρόβλημα ή, κατά κάποιον τρόπο, αδιαφορεί διότι δεν το θεωρεί τόσο σημαντικό, κι έτσι φτάσαμε εδώ.

Συμφωνείτε με τη μεταρρυθμιστική πολιτική της κυβέρνησης;

Κοιτάξτε, δεν τίθεται ζήτημα: μεταρρύθμιση χρειάζεται. Το ζήτημα είναι τι θα διορθώσει κι αν αυτά που θα διορθώσει θα τα διορθώσει καλά. Αυτά βέβαια είναι ρευστά πράγματα και δεν ξέρω πώς το κάθε κόμμα αντιμετωπίζει το όλο πρόβλημα, διότι χρειάζονται ειδικοί για να αποφανθούν τι πρέπει και τι δεν πρέπει να γίνει. Κι έχουμε κι αυτήν την αντίδραση των φοιτητών. Πολλές φορές οι φοιτητές πέφτουν έξω στα αιτήματά τους διότι βλέπουν μόνο το ατομικό συμφέρον τους. Τι τους συμφέρει τη δεδομένη στιγμή – όχι τι συμφέρει το σύνολο και τι επιβάλλει η ανόρθωση της παιδείας.

Υπάρχουν όμως και κάποια ειδικά ζητήματα. Το άσυλο, για παράδειγμα...

Πράγματι, είναι ένα μεγάλο πρόβλημα που πρέπει να αντιμετωπιστεί πολύ σοβαρά. Διότι άσυλο που δεν είναι άσυλο δεν έχει κανένα νόημα. Το άσυλο χρειάζεται ριζική τροποποίηση, πρέπει να εκσυγχρονιστεί.

Συμμερίζεστε την αγωνία των φοιτητών...

Ούτε συζήτηση γι’ αυτό. Όταν εμείς δεν βρίσκουμε λύση, τα παιδιά βρίσκονται σε σύγχυση. Αλλά αυτή η σύγχυση δεν επικρατεί μόνο στην ανώτατη εκπαίδευση. Χρειάζεται μεταρρύθμιση και σε άλλα θέματα. Με βρίσκει αντίθετο το γεγονός ότι σήμερα που μιλάμε στο Γυμνάσιο διδάσκεται δήθεν η αρχαία γλώσσα. Ο Γεώργιος Ράλλης, όταν έκανε τη μεταρρύθμιση στο γλωσσικό ζήτημα, είπε ότι θα αναγνωριστεί η δημοτική γλώσσα και παράλληλα δεν θα διδάσκεται η αρχαία γλώσσα στο Γυμνάσιο. Αυτό έγινε δεκτό απ’ όλα τα κόμματα. Σιγά σιγά όμως άρχισε να εμφανίζεται και μια άσχημη αντίδραση σε αυτό το μέτρο. Ο μακαρίτης ο Τρίτσης ανακίνησε, δυστυχώς, το θέμα. Σήμερα υπάρχει διδακτικό βιβλίο Αρχαίων Ελληνικών στο Γυμνάσιο, το οποίο είναι άθλιο. Και το παλιό ήταν άθλιο και το καινούργιο. Κατ’ αρχάς δεν πρέπει να διδάσκονται τα Αρχαία Ελληνικά στο Γυμνάσιο για να μην παθαίνουν σύγχυση τα παιδιά που έρχονται από το Δημοτικό και δεν ξέρουν όσο πρέπει τη σύγχρονη γλώσσα. Έτσι, δεν μαθαίνουν ούτε νέα ελληνικά ούτε αρχαία. Εκεί χρειάζεται μεταρρύθμιση σήμερα, αλλά κανείς δεν μιλάει γι’ αυτό. Φωνάζουν για την αρχαία γλώσσα, για ενιαία γλώσσα, ακούγονται καθημερινά διάφορες ανοησίες όχι μόνον από τους ασόφους αλλά και από λεγόμενους σοφούς. Αλλά υπάρχει και μια άλλη τάση: να υπονομεύεται σήμερα το μονοτονικό. Αυτό δείχνει σε πόσο μεγάλο χάος βρισκόμαστε. Γι’ αυτό και η μεταρρύθμιση είναι αναγκαία, αλλά να γίνει με βάση τις πραγματικές ανάγκες και να γίνει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.

Είχατε δεχθεί επιθέσεις για το μονοτονικό...

Βέβαια. Ουσιαστικά δεν ήθελαν κάποιοι ν’ αλλάξουν τις συνήθειές τους. Και επικρατούν και διάφοροι μύθοι. Δεν έγραφαν έτσι οι αρχαίοι - αλλά ακόμα κι αν ήταν έτσι, θα κάνουμε σήμερα ό,τι έκαναν οι αρχαίοι; Η γλώσσα άλλαξε με τα χρόνια, με τους αιώνες. Γι’ αυτό και κάποια στιγμή χρειάστηκαν οι τόνοι. Αλλά οι τόνοι καθιερώθηκαν μόνο το 1000 μ.Χ. Για το μονοτονικό γίνεται λόγος ήδη από τον 19ο αιώνα, από τους λόγιους της εποχής. Ήξεραν ότι υπήρχε η ανάγκη να τροποποιηθεί το πολυτονικό σύστημα• ακόμα και καθαρευουσιάνοι της εποχής προπαγάνδιζαν υπέρ της κατάργησης ή έστω της απλοποίησης των τόνων.

Από αυτήν τη σκοπιά, ήταν ένα κατόρθωμα οι μεταρρυθμίσεις επί Ράλλη αλλά και νωρίτερα, επί Γ. Παπανδρέου;

Βεβαίως, και βλέπετε ότι τότε κάναμε ένα βήμα μπροστά και αργότερα πήγαμε πολλά βήματα πίσω. Ακόμα και η τότε κυβέρνηση Καραμανλή ξεκίνησε εκείνη τη μεγάλη προσπάθεια, αλλά δεν την πήγε ως εκεί που έπρεπε. Αναγνωρίζεται η δημοτική γλώσσα, με τη διαφορά ότι ο ελληνικός λαός δεν καταλαβαίνει τι θα πει γλωσσικό ζήτημα κ.τ.λ. Έπρεπε η κυβέρνηση να φροντίσει να διαφωτίσει τον ελληνικό λαό, όχι απλώς να του ανακοινώσει ότι τώρα έχουμε δημοτική. Δεν το έκαναν τότε, και το έγραψα. Ακόμα και οι λόγιοί μας στάθηκαν αδιάφοροι σε αυτό το θέμα.

Βλέπετε σαν λύση τα ιδιωτικά πανεπιστήμια;

Όχι. Μεγάλο πρόβλημα κι αυτό, αλλά οφείλω να πω ότι είμαι εναντίον των ιδιωτικών πανεπιστημίων και το άρθρο 16 δεν χρειάζεται να το πειράξουμε. Αυτό δεν θέλει μεταρρύθμιση. Διαφορετικά η Παιδεία θα πέσει στο εμπόριο. Ποια ανάγκη οδήγησε να έχουμε σήμερα ιδιωτική εκπαίδευση; Διότι δεν είχαμε καλή κρατική εκπαίδευση. Πρέπει να κάνουμε καλά πανεπιστήμια για να μη χρειαζόμαστε τα ιδιωτικά.

Ξέρετε, σήμερα, η καθαρεύουσα ενός Ροΐδη, ενός Βιζυηνού, ενός Παπαδιαμάντη μάς φαίνεται απείρως πιο ελκυστική, ακόμα και σύγχρονη, από την παρωχημένη δημοτική παλαιότερων δεκαετιών...

Ο Ψυχάρης αγωνίστηκε για να στρέψει το ενδιαφέρον του ελληνικού λαού και των λογίων προς τη γνήσια νέα ελληνική γλώσσα. Γνήσια νέα ελληνική δεν ήταν η καθαρεύουσα της εποχής εκείνης, αλλά η γλώσσα που μιλούσε ο λαός. Ο Ψυχάρης, βέβαια, ήταν άνθρωπος ειδικής ιδιοσυγκρασίας. Από χαρακτήρα ήταν υπερβολικός, τον είχα γνωρίσει το 1925 στα Χανιά. Ήταν των άκρων και αντιμετώπιζε το γλωσσικό θέμα με τον τρόπο του. Τα χρόνια περνούν κι έρχεται η γενιά του Τριανταφυλλίδη, του Δελμούζου, του Γληνού, οι οποίοι καταλαβαίνουν ότι το πείραμα του Ψυχάρη είναι ακραίο, ότι χρειάζεται κάποιος συμβιβασμός ώστε να μπορέσει η δημοτική γλώσσα να μπει στην εκπαίδευση. Ο συμβιβασμός αυτός έγινε με την αρχαΐζουσα γλώσσα, την καθαρεύουσα, και δημιουργούν πρότυπο δημοτικής γλώσσας. Σε αυτό βοήθησε πολύ ο Τριανταφυλλίδης. Εγκαταλείψανε ορισμένα ακραία διδάγματα του Ψυχάρη κι έκαναν ένα συμβιβασμό με την καθαρεύουσα – τον οποίο επέβαλε η πραγματικότητα. Ήταν ένας απόλυτα δικαιολογημένος συμβιβασμός και τότε, αλλά και στη συνέχεια. Σήμερα εκείνοι που ξέρουν να γράψουν, γράφουν σωστά. Είναι φυσικό όμως η γλώσσα να εξελίσσεται. Κάθε γραπτή και προφορική γλώσσα, που ακολουθεί τη γραπτή, εξελίσσεται. Είναι φυσικό σήμερα να μη χρησιμοποιώ ακριβώς τη γλώσσα του Τριανταφυλλίδη από την οποία απέχω τόσα χρόνια. Αλλά αυτή είναι λεπτομέρεια καθώς τα διδάγματα του Τριανταφυλλίδη μας χρειάζονται, έστω και ελαφρώς τροποποιημένα. Αυτό δεν το ’χει καταλάβει πολύς κόσμος.

Έχει ειπωθεί ότι ο Καζαντζάκης διαβάζεται πιο ευχάριστα στα Αγγλικά παρά στα Ελληνικά...

Μα η γλώσσα του Καζαντζάκη είναι η γλώσσα του Καζαντζάκη. Στηρίζεται στη λαϊκή γλώσσα, αλλά την έχει πιάσει στα χέρια του ένας δημιουργός ο οποίος την τροποποιεί κατά τις ανάγκες του. Εμείς σήμερα, για να γράψουμε, δεν χρειαζόμαστε τη γλώσσα του Καζαντζάκη, αλλά ο Καζαντζάκης για να γράψει την «Οδύσσεια» δεν χρειαζόταν τη γλώσσα που μιλάμε τώρα εμείς. Δεν θα έγραφε έτσι την « Οδύσσεια». Διότι το έργο αυτό έχει ένα όραμα, έναν κόσμο θεωρητικό, και γι’ αυτό του Καζαντζάκη δεν του έφτανε η γλώσσα ως είχε, έπρεπε να κάνει μια δική του γλώσσα για να κάνει δικό του έργο. Στο κάτω κάτω, ο Καζαντζάκης αλλιώς έγραφε την «Οδύσσεια» κι αλλιώς όταν μου έγραφε εμένα γράμματα, διότι έχω πολλά γράμματά του. Λοιπόν, πολλούς αδικαιολόγητα ξενίζει η γλώσσα του Καζαντζάκη διότι ο Καζαντζάκης δεν ήταν τυχαίος συγγραφέας. Για να εκφραστεί ήθελε δικά του εκφραστικά μέσα.

Παρακολουθήσατε την πρόσφατη συζήτηση που έγινε με αφορμή τις εκδόσεις κειμένων του Παπαδιαμάντη, του Ροΐδη κ.ά. μεταγραμμένα στη σημερινή δημοτική;

Ναι. Νομίζω ότι η λογοτεχνία δεν κερδίζει τίποτε με το να μεταφράζεται ή να μεταφέρεται ο Ροΐδης στη δημοτική. Ο νέος που δεν είναι εξοικειωμένος με την καθαρεύουσα, άμα ανοίξει λεξικό, κι αυτό όχι πάντα, μπορεί να διαβάσει πολύ εύκολα. Και δεν χρειάζεται πάντα λεξικό για να διαβάσεις τον Ροΐδη. Αλλά δεν έχουμε αγάπη προς τα λεξικά. Ως χθες δεν είχαμε καλά λεξικά.

Σήμερα έχουμε καλά λεξικά;

Σήμερα νομίζω ότι έχουμε. Κοιτάξτε, το δικό μου είναι νομίζω το πρώτο που είναι συνταγμένο από επιστήμονα. Επίσης, έχουμε του Μπαμπινιώτη – κι ας μη συμφωνώ σε ορισμένα μαζί του. Ο Μπαμπινιώτης έγινε δημοτικιστής, αν και δεν είναι η δική μου δημοτική αυτή που χρησιμοποιεί. Έχει κρατήσει αρκετά στοιχεία από την παλιά του αγάπη, την καθαρεύουσα. Έχει δεχθεί και το μονοτονικό, έστω κι αν χρησιμοποιεί έναν τόνο παραπάνω σε κάποια λέξη. Έχουμε ακόμα το λεξικό του Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη. Το καλύτερο και εκτενέστερο που έχουμε. Μπορεί να διαφωνώ σε ορισμένα σημεία, αλλά είναι το καλύτερο λεξικό που έχουμε σήμερα.

Πριν από δέκα χρόνια, είχατε προβλέψει ότι «έως το 2000 θα έχει κάπως στρώσει αυτή η γλώσσα που γράφομε σήμερα». Βγήκατε αληθινός;

Νομίζω ότι έχει στρώσει. Σήμερα δεν μπορούμε να πούμε ότι υπάρχει γλωσσικό ζήτημα. Έχουμε γλωσσικά προβλήματα, σε αυτό συμφωνώ με τον Μπαμπινιώτη. Εκκρεμούν ακόμα διότι ο Ρωμιός νομίζει ότι τα ξέρει όλα. Νομίζουμε ότι δεν υπάρχει η ανάγκη να κοπιάσουμε για κάτι. Γενικώς, αγαπούμε την προχειρότητα. Επειδή αφομοιώνουμε εύκολα, νομίζουμε ότι όλα λύνονται με την εύκολη αφομοίωση.

Γεννηθήκατε έντεκα χρόνια πριν από τη Ρωσική Επανάσταση κι ωστόσο ζήσατε για να δείτε την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού. Δηλώνετε ακόμα σοσιαλιστής;

Δηλώνω πάντα σοσιαλιστής. Πρόσφατα έλαβα ένα γράμμα στο οποίο μου έλεγαν «Μπράβο σας που το φωνάζετε». Ήταν από τη Μιλένα...

...την Αποστολάκη. Η Μιλένα Αποστολάκη, η βουλευτής...

Ναι, αλλά μη λέτε «η βουλευτής», να λέτε «η βουλευτίνα». «Η βουλευτής» είναι άθλιο, δεν είναι ελληνικό. Λέμε «η φοιτητής»; Όχι, λέμε «η φοιτήτρια». Έχουμε τη «δικαστίνα», «τη δικάστρια», από τα αρχαία, από έργα σατιρικά της εποχής.

Δείγμα σοβαροφάνειας στη γλώσσα είναι αυτό;

Δείγμα άγνοιας είναι. Όταν δέχεσαι το «η βουλευτής» τη στιγμή που από τα αρχαία έχουμε τη «βουλεύτρια» και στη δημοτική «βουλευτίνα »… τι να πω;

Επανέρχομαι στο θέμα του σοσιαλισμού. Είχατε διαχωρίσει τη θέση σας από νωρίς από τον κομμουνισμό...

Δεν υπήρξα ποτέ κομμουνιστής. Με συκοφάντησαν ως κομμουνιστή για να με βλάψουν. Έχασα την υποτροφία για το εξωτερικό, όταν δύο άτομα με κατήγγειλαν στην αστυνομία ως κομμουνιστή. Επί Μανιαδάκη. Δεν μ’ άφηνε ο Μανιαδάκης να πάω στο Παρίσι το 1938. Τότε ήμουν διευθυντής του μεσαιωνικού αρχείου της Ακαδημίας και από την αστυνομία μού είπαν ότι, αν δεν δώσει άδεια ο ίδιος ο Μανιαδάκης, δεν μπορώ να φύγω. Έρχονται ένα πρωινό δύο μυστικοί αστυνομικοί στο γραφείο μου και μου λένε, σας θέλει ο κύριος υπουργός, ο Μανιαδάκης. Με δέχεται και μου λέει «κατηγορείσαι ότι υπήρξες μέλος της κομμουνιστικής Φοιτητικής Συντροφιάς υπό τον Δημήτριον Γληνόν». Του απαντώ: «Κύριε υπουργέ, όταν εγώ ήμουν φοιτητής, η Φοιτητική Συντροφιά υπήρχε αλλά δεν ήταν κομμουνιστική. Αργότερα έγινε κομμουνιστική. Ο Γληνός ήταν μεγάλος άνθρωπος, δεν μπορούσε να είναι πρόεδρος της Φοιτητικής Συντροφιάς». Μου λέει τότε – και σας το αποδίδω κατά λέξη: «Δεν ξέρω τι έχεις μέσα στην ψυχή σου». Εγώ ήξερα τι είχα μέσα στην ψυχή μου αλλά δεν είχε νόημα να του πω ότι ήμουν σοσιαλιστής διότι για εκείνον και για πολλούς ακόμα, κομμουνιστής και σοσιαλιστής είναι ένα και το αυτό. Ίσως και σήμερα πολλοί να το πιστεύουν. Για μένα είναι κάτι διαφορετικό. Του λέω τότε, «κύριε υπουργέ, δημοτικιστής είμαι από το Γυμνάσιο αλλά κομμουνιστής δεν είμαι».

Η διαφορά για σας προσωπικά ποια ήταν τότε;

Μπορεί το ιδανικό να είναι κοινό: να φτάσουμε στην ισότητα, αλλά διαφορετικά μέσα χρησιμοποίησε ο υπαρκτός σοσιαλισμός και διαφορετικά θα χρησιμοποιήσει ο αυριανός, δημοκρατικός σοσιαλισμός.

Τότε γνωρίζατε για τα σταλινικά εγκλήματα;

Ο κόσμος όλος τα γνώριζε. Αλλά οι κομμουνιστές έλεγαν ότι χρειάζονται και αυτά. Ο σοσιαλιστής δεν μπορεί να τα δεχθεί αυτά τα πράγματα.

Ζήσατε και ως φοιτητής στο Μόναχο το 1930, τρία μόλις χρόνια πριν από την έλευση των ναζί στην εξουσία. Νιώθατε τη φορτισμένη αυτή ατμόσφαιρα τότε στη Γερμανία;

Ναι, και μάλιστα εκείνη τη χρονιά, το 1930, έγιναν και εκλογές στη Γερμανία. Το κόμμα του Χίτλερ είχε έρθει δεύτερο. Οι σοσιαλιστές ήταν πρώτοι ακόμα. Θυμάμαι, ήμουν σε ένα κουρείο. Ο κουρέας πρέπει να ήταν χιτλερικός. Του λέω «οι σοσιαλιστές νίκησαν». «Ναι», μου απαντάει με χαρά, «αλλά θα δεις αύριο τον Χίτλερ να είναι στην εξουσία». Η ατμόσφαιρα ήταν όντως πολύ φορτισμένη. Φώναζε το γεγονός.

Σήμερα με τι ασχολείστε, κύριε καθηγητά;

Με τη δημοσίευση του αρχείου των επιστολών που έχω. Σε ένα 1-2 μήνες θα έχουμε ένα σώμα επιστολών λογίων, επιστημόνων και λογοτεχνών προς εμένα. Πρόκειται για 994 γράμματα που αναμένεται να δημοσιευθούν σε λίγο καιρό. Μεταγενέστερα βρήκα στο αρχείο μου άλλα 400 τόσα γράμματα είτε των ίδιων προσώπων είτε άλλων. Θα δημοσιευθούν προσεχώς από το «Πολύπτυχο». Επίσης, αυτή τη στιγμή ετοιμάζω για δημοσίευση γράμματα κορυφαίων Γάλλων συγκριτολόγων.

Ζήσατε έναν ολόκληρο αιώνα ανατροπών, πολέμων, επαναστάσεων. Πώς βλέπετε τον 21ο αιώνα; Θα τολμούσατε μια πρόβλεψη;

Τον βλέπω πιο δύσκολο, για να μην πω άλλη λέξη, πιο βαριά. Βέβαια, ποιος μπορεί να προφητέψει τι μας επιφυλάσσει το μέλλον; Στον τεχνικό τομέα μπορεί να κάνουμε προόδους αλλά στον ανθρωπιστικό τομέα βλέπω ότι η τεχνολογία, έτσι όπως εξελίσσεται, μπορεί να γίνει και καταστροφική. Αντικειμενικά, η θέση της τεχνολογίας είναι εχθρική απέναντι στις ανθρωπιστικές επιστήμες. Έχει μια κατεύθυνση που ευνοεί μεν την εκδοτική λειτουργία και τη μελέτη της γλωσσολογίας, αλλά ως τάση έρχεται σε αντίθεση με τις λεγόμενες ανθρωπιστικές μελέτες. Γι’ αυτό ο νέος δεν δίνει σημασία στη γλώσσα, αλλά στο πώς πατάει κουμπιά. Βοηθάει η τεχνολογία, αλλά πού θα οδηγήσει τελικά και σε τι... Σήμερα ο κόσμος παραπαίει. Γενικά, βλέπω τον κόσμο να οδεύει στο χάος. Είμαι σκεπτικιστής.