Όταν τα έφτιαξα με το Δημήτρη, στην τετάρτη δημοτικού, ήμουν πολύ περήφανη. Ήξερα από την αρχή ότι ήταν διαφορετικός: ήταν ψηλός, όμορφος και δε με βαρούσε για να μου τραβήξει την προσοχή όπως τα άλλα αγόρια της τάξης μου. Κάθε φορά που ερχόταν σπίτι μου για να παίξουμε, μου παρουσίαζε τελετουργικά κάποιο δώρο, τυλιγμένο σε ωραίο χαρτί, με κορδέλες και φιόγκους. Και η μαμά του ήταν μια πολύ ευγενική κυρία που με ρωτούσε πάντα τι κάνω, σα να την ένοιαζε πραγματικά.
Στα μάτια όμως των συμμαθητών μας, αυτό που έκανε το Δημήτρη να ξεχωρίζει ήταν το χρώμα του δέρματός του – κάτι που εγώ, απλά, δεν είχα σκεφτεί να λάβω υπόψη μου. Σε μια κοινωνία η οποία ήταν, τότε, σχεδόν αποκλειστικά λευκή και φανατικά ελληνική, οι γονείς μου κατάφεραν να με μεγαλώσουν με τέτοιον τρόπο ώστε όχι μόνο να μην βγάζω συμπεράσματα για τους γύρω μου βάσει του δέρματός τους, αλλά σχεδόν να μην το παρατηρώ.
Οι συμμαθητές μου, αντίθετα, ήταν τρομερά παρατηρητικοί. Όταν ο πρώην μου, ο Άγγελος, έμαθε για τη σχέση μου με το Δημήτρη, ήρθε και στάθηκε μπροστά μου αποφασισμένος και μου είπε με μεγάλη σοβαρότητα: «Να ξέρεις ότι, αν παντρευτείς το Δημήτρη και κάνετε παιδιά, θα βγούνε σοκολατένια και μετά εγώ θα τα φάω». Εγώ, φυσικά, τον είπα ηλίθιο και έκανα σα να μη με νοιάζει. Θυμάμαι, όμως, καμιά φορά, να σκέφτομαι με αγωνία τα μελλοντικά σοκολατένια μου παιδιά κι εκείνους που θα θέλουν να τα φάνε.
Και σιγά σιγά, μετά απ’ αυτό το περιστατικό, άρχισα να γίνομαι κι εγώ παρατηρητική. Παρατήρησα, λοιπόν, ότι στην τάξη γινόντουσαν διάφορα «αστεία» σχετικά με το Δημήτρη. Λέξεις όπως «μαϊμούδες», «ζούγκλα» και «ανθρωποφάγοι» συνοδεύονταν από πλάγιες ματιές και κρυφά γελάκια. Και κάθε φορά που σηκωνόταν ο Δημήτρης στον πίνακα, βρισκόταν πάντα κάποιος κωμικός να κάνει ένα σχόλιο του στυλ «Κυρία, πού πήγε ο Δημήτρης; Δεν τον βλέπω!» Ανάλογα με την περίσταση, οι δάσκαλοί μας είτε χαμογελούσαν αμήχανα είτε χτυπούσαν το χέρι τους στην έδρα και φώναζαν «Αρκετά!». Το σίγουρο – το τρομαχτικό – ήταν ότι δεν ήξεραν πώς ακριβώς να αντιδράσουν κι έτσι, συχνά, δεν αντιδρούσαν καθόλου, συνεχίζοντας να μας μιλούν για τα βουνά της Ηπείρου ή την τετραγωνική ρίζα του 16, σα να μην είχαν ακούσει τίποτα. Ακόμα κι όταν, στην Πέμπτη δημοτικού πια, μπήκαμε μια μέρα στην τάξη μετά το διάλειμμα και είδαμε γραμμένη στον πίνακα ανακοινώσεων, με χοντρό μαρκαδόρο, τη φράση «ΣΚΥΛΑΡΑΠΑ ΘΑ ΣΕ ΚΑΝΟΥΜΕ ΣΑΠΟΥΝΙ» (ο εμπνευσμένος αυτός συνδυασμός ρατσισμού και ναζισμού ας μείνει ασχολίαστος), δε θυμάμαι να μας βάζει κανένας κάτω για να μας εξηγήσει γιατί δεν είναι αστείο να λέμε τους συμμαθητές μας μαϊμούδες, γιατί δεν επιτρέπεται να αποκαλούμε το Δημήτρη σκυλάραπα ή τη Δάφνη τσιγγάνα. Έγινε, φυσικά, μεγάλη φασαρία και τιμωρήθηκε όλη η τάξη γιατί αρνηθήκαμε, ομαδικώς (ακόμα κι εγώ. Ακόμα κι ο ίδιος ο Δημήτρης), να καρφώσουμε τον υπαίτιο, παρ’ όλο που ξέραμε όλοι ποιος ήταν. Και δεν έχω καμία αμφιβολία πως το θέμα αναφέρθηκε επανειλημμένα στις συνεδριάσεις των καθηγητών, πως τους προβλημάτισε, πως υπήρξαν ορισμένοι που σκέφτηκαν, ίσως, αυτά που σκέφτομαι τώρα κι εγώ. Αλλά πέρα από τις φωνές και τις απειλές, δεν έγινε ποτέ καμία ουσιαστική συζήτηση μ’ έμας, τα παιδιά, ώστε να καταλάβουμε με τι είχαμε να κάνουμε. Η έννοια του ρατσισμού μας ήταν άγνωστη (παρ’ όλο που, όπως φαίνεται, μερικοί κατάφεραν να την κατακτήσουν στην πράξη) και όταν κάτι είναι άγνωστο, είναι πολύ δύσκολο να ξέρεις πώς να το αντιμετωπίσεις.
Έχουν περάσει είκοσι χρόνια από τότε, από την πρώτη μου γνωριμία με το ρατσισμό. Κι ενώ θέλω να πιστεύω πως τα πράγματα έχουν αλλάξει, τον συναντώ ξανά, κάθε τόσο, στους δρόμους της Αθήνας. Τον ακούω να μουρμουρίζει, με τις φωνές χιλιάδων ανθρώπων, για τους «αλλοδαπούς». Τον βλέπω, από μακριά, να πανηγυρίζει στις πλατείες όταν το ΛΑ.Ο.Σ. κερδίζει έδρες στη Βουλή. Τον πετυχαίνω στα λεωφορεία και τα τρένα και μου κλείνει το μάτι. Μια μέρα, μάλιστα, πήρε τη μορφή μιας πενηντάρας με βαμμένα μαλλιά κι έκατσε δίπλα μου στο τρόλλεϋ. Έδειξε με το κεφάλι μια παρέα από Φιλιππινέζες που στέκονταν λίγο παραπέρα, έσκυψε προς το μέρος μου συνομωτικά και μου είπε: «Πω πω! Έχει γεμίσει ο τόπος Κινέζους!» Έκανε λάθος όμως. Δεν υπήρχε μεταξύ μας καμία συνομωσία. Καμία αλληλεγγύη. Την κοίταξα όσο πιο περιφρονητικά μπορούσα και γύρισα το κεφάλι μου απ’ την άλλη.
Τα πράγματα έχουν αλλάξει. Σήμερα, στα σχολεία της Αθήνας υπάρχουν χιλιάδες Δημήτρηδες – ενώ ο δικός μου ο Δημήτρης ήταν ένας, μόνος του, ανάμεσα σε δύο χιλιάδες λευκά παιδιά, τα οποία δυσκολεύονταν ν’ αποδεχτούν ακόμα κι εμένα, Ελληνίδα μεν, αλλά λίγο πιο μελαμψή απ’ ό,τι έπρεπε. Η κοινωνία μας – ευτυχώς! – δεν είναι πια αποκλειστικά λευκή και ελληνική. Το ζήτημα, όμως, δεν είναι πόσοι Αφρικάνοι, Πακιστανοί ή Γεωργιανοί ζουν στην Ελλάδα. Το ζήτημα είναι πόσοι Ελληνάρες υπάρχουν που συνεχίζουν να πιστεύουν, όπως εκείνος ο συμμαθητής μου, είκοσι χρόνια πριν, ότι επιτρέπεται να γράφουν με σπρέυ στους τοίχους «ΕΞΩ ΟΙ ΞΕΝΟΙ». Το ζήτημα είναι: γιατί υπάρχουν ακόμα; Πέρασαν είκοσι χρόνια κι εκείνα τα παιδάκια της πέμπτης δημοτικού, που τιμωρήθηκαν χωρίς να ξέρουν καλά-καλά γιατί, είναι πλέον τριαντάρηδες· ο Άγγελος, που από ζήλια και το φόβο του διαφορετικού απείλησε ότι θα φάει τα παιδιά μου· η παρέα εκείνη που από άγνοια έκανε αστεία για ανθρωποφάγους· ο εντεκάχρονος φασίστας που προφανώς δεν πρόσεχε πολύ στο μάθημα της ιστορίας· κι όλοι οι υπόλοιποι, που χαμογελούσαμε αμήχανα μπροστά στο άγνωστο, που νιώθαμε ότι κάτι δεν πάει καλά αλλά δεν είχαμε τα λόγια να το εκφράσουμε κι έτσι, απλά, δεν κάναμε τίποτα.
Τα πράγματα έχουν αλλάξει. Το ζήτημα είναι, όμως, αν αλλάξαμε εμείς· αν έχουμε μάθει, πια, να σεβόμαστε και να αποδεχόμαστε το διαφορετικό (σε όποια μορφή κι αν είναι), αντί να το φοβόμαστε· αν έχουμε καταλάβει ότι τα δάχτυλά μας τα έχουμε για να δείχνουμε τους υπαίτιους, όχι για να κρυβόμαστε από πίσω τους και να τιμωρούμαστε όλοι· αν έχουμε εμπεδώσει πια τη σημασία της επιμόρφωσης και του διαλόγου (στα σχολεία, στα λεωφορεία, στα σπίτια μας, στα γραφεία) ώστε να μη βρεθούν ποτέ τα παιδιά μας στη θέση που βρεθήκαμε εμείς – εγώ, ο Άγγελος, ο Δημήτρης, οι συμμαθητές μας – είκοσι χρόνια πριν· αν, τώρα που γνωρίζουμε πια την έννοια του ρατσισμού, έχουμε το θάρρος να τον αντιμετωπίσουμε. Κι όταν μας τύχει, κάποια μέρα, να τον συναντήσουμε στους δρόμους της Αθήνας, αν θα βρούμε τα λόγια να του πούμε ν’ αφήσει κάτω το μαρκαδόρο του ή αν θα κάνουμε πως δεν τον είδαμε.
*Η Δάφνη Καψάλη είναι συγγραφέας και μεταφράστρια.